αστέγαστος

αστέγαστος
η , ο [ος , ον ]
1) непокрытый, без крыши; 2) не обеспеченный жильём; оставшийся без крова;

§ αστέγαστο πλοίο — беспалубное судно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αστέγαστος" в других словарях:

  • ἀστέγαστος — uncovered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστέγαστος — η, ο (AM ἀστέγαστος, ον) [στεγάζω] (για οικοδομές) αυτός που δεν έχει στέγη ή σκεπή νεοελλ. αυτός που δεν έχει στέγη, σπίτι, ο άστεγος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει σκέπασμα («ἀστέγαστον ἀγγεῖον» «ἀστέγαστος», χωρίς κουβέρτα) 2. (για πλοίο) δίχως… …   Dictionary of Greek

  • αστέγαστος, -η — ο 1. αυτός που δε σκεπάζεται από στέγη, ασκέπαστος: Το σπίτι ήταν αστέγαστο. 2. αυτός που δεν έχει κατοικία, ο άστεγος: Αρκετοί σεισμόπληκτοι είναι ακόμη αστέγαστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστέγαστον — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc sg ἀστέγαστος uncovered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεγάστου — ἀστέγαστος uncovered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεγάστους — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέγαστα — ἀστέγαστος uncovered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγείσωτος — η, ο (Α ἀγείσωτος, ον) [γεισώ] αυτός που δεν έχει γείσο, θριγκό, ο αστέγαστος …   Dictionary of Greek

  • αθρίγγωτος — ἀθρίγγωτος, ον (η λέξη αναφέρεται στο «Ετυμολογικόν Μέγα») αυτός που δεν έχει θριγγό, αγείσωτος, αστέγαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριγγῶ, νεώτερος τ. (με γγ αντί γκ ) τού θριγκῶ (= περιβάλλω, περιφράσσω κάτι με θριγκό] …   Dictionary of Greek

  • ανώροφος — ἀνώροφος, ον (Α) ο χωρίς οροφή, αστέγαστος …   Dictionary of Greek

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»